αγγελοκόβω

αγγελοκόβω
απομακρύνω τον άγγελο τού θανάτου με κλάματα, φωνές κ.λπ., εμποδίζω τον ετοιμοθάνατο να παραδώσει την ψυχή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + κόβω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγγελοσκιάζω — 1. τρομάζω κάποιον 2. αγγελοκρούομαι, τρομάζω βλέποντας τον άγγελο τού θανάτου, πνέω τα λοίσθια 3. ταράζομαι, τρομάζω 4. σεληνιάζομαι 5. αγγελοκόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το παθ., που παράγεται από το άγγελος + σκιάζομαι, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • αγγελόκομμα — το [αγγελοκόβω] παρεμπόδιση και συνεπώς παράταση τού ψυχορραγήματος κάποιου με κλάματα και φωνές που απομακρύνουν τον ψυχοπομπό άγγελο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”